- ἀραιούς
- ἀραιόςthinmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
ακροβολώ — (Α ἀκροβολῶ, έω) [ἀκροβόλος] νεοελλ. ρίχνω αραιούς και ακανόνιστους πυροβολισμούς πριν από την έναρξη τής μάχης, βολιδοσκοπώ 1. αρχ. ακοντίζω και γενικά ρίχνω από μακριά … Dictionary of Greek
αραιόφθαλμος — ἀραιόφθαλμος, ον (Μ) (για κλήμα) αυτός που έχει αραιούς οφθαλμούς ή μπουμπούκια … Dictionary of Greek
δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… … Dictionary of Greek
λάριξ — (Larix). Γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων της υποοικογένειας laricoideae, της οικογένειας pinacea. Το γένος λ. περιλαμβάνει 11 είδη, τα οποία απαντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρεια Αμερική. Είναι το μοναδικό κωνοφόρο των αλπικών… … Dictionary of Greek
μακρόσφυκτος — μακρόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει αραιούς σφυγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. ά σφυκτος] … Dictionary of Greek
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
ουτρικουλαρία — Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και… … Dictionary of Greek
ποδόκαρπος — (podocarpus). Δέντρο, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των ποδοκαρπιδών. Μερικοί, ωστόσο, το εντάσσουν στην οικογένεια των Ταξιδών. Αριθμεί 70 περίπου είδη, που φυτρώνουν στα βουνά των τροπικών χωρών της Ασίας, της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και … Dictionary of Greek
σασσαφράς — (σασσαφράς ή φαρμακευτική ή ποικιλόφυλλος). Δέντρο αειθαλές της οικογένειας των Λαουριδών ή Δαφνιδών (δικοτυλήδονα). Συνήθως έχει μέτριες διαστάσεις (6 7 μ.), μπορεί όμως να φτάσει και τα 30 μ. ύψος. Ο κορμός και οι βλαστοί είναι λείοι, με φύλλα… … Dictionary of Greek